- δαν(ε)ιστής
- заимодавец, ростовщик (отдающий деньги в рост, дающий взаймы под проценты).
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μοναδιστής — ο θρησκ. αιρετικός ο οποίος πιστεύει ότι ο θεός έχει μόνο μία υπόσταση και όχι τρεις, αντιτριαδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, άδος + ιστής. Η λ. μοναδισταί μαρτυρείται από το 1801 στον Δαν. Φιλιππίδη] … Dictionary of Greek